κλώσσα

κλώσσα
η
1. η όρνιθα που επωάζει τα αβγά της ή που έχει νεοσσούς
2. ονομασία τού αστερισμού τής Πλειάδας
3. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός για ιδιότροπη και φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κλώσσουσα, αμάρτυρη μτχ. ενεστ. τού κλώσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πούλια — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι πούλιες μικρά δισκία από λαμπερό μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση ενδυμάτων 2. (ως κύριο ον.) Πούλια κοινή ονομασία τού αστερισμού τών Πλειάδων («ο αυγερινός κι η πούλια, τ άστρα τής αυγής», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • ανθοσκόπος — Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των αιγιθαλιδών ή παριδών. Έχει μήκος περίπου 12 εκ., από τα οποία τα 5 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντρική και νότια Ασία, σε περιοχές με πολλά νερά, και τρέφεται με έντομα και… …   Dictionary of Greek

  • αγριοπερίστερο — Πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, της τάξης των περιστερομόρφων. Ζει στις παραμεσόγειες χώρες και στις χώρες της δυτικής Ασίας, έως την Ινδία. Τo σώμα του φτάνει σε μήκος τα 32 εκ. και το άνοιγμα των φτερών τα 20 25 εκ. Τα φτερά στο κάτω… …   Dictionary of Greek

  • ακλώσσητος — η, ο [κλωσσώ] (για κότες) 1. αυτή που δεν κλωσσά ή δεν κλώσσησε τα αβγά της 2. αυτή που δεν γεννά αβγά 3. (για αβγά) αυτά που δεν έχουν επωαστεί …   Dictionary of Greek

  • εννεοσσεύω — ἐννεοσσεύω και ἐννοσσεύω, αττ. τ. ἐννεοττεύω (AM) [νεοσσεύω] 1. (για πουλιά) κάθομαι σαν κλώσσα πάνω στα αβγά, κλωσσώ, επωάζω 2. (με αιτ.) μτφ. επωάζω, εκτρέφω («παρὰ σοὶ ἐννεοττεύσας ἔρωτα ὑπόπτερον» αφού εξέτρεφε [ανέπτυσσε] κοντά σου φτερωτό… …   Dictionary of Greek

  • επιπτέρυξις — ἐπιπτέρυξις, ή (Μ) η κάλυψη από πάνω με άπλωμα τών φτερών, όπως καλύπτει η κλώσσα τους νεοσσούς της …   Dictionary of Greek

  • θακαθαλπάς — ( άδος), ή (Α) η όρνιθα που επωάζει, η κλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θακο θαλπάς (με αφομοίωση) < θάκος* + θάλπω] …   Dictionary of Greek

  • κλωσσαρέα — κλωσσαρέα, ἡ (Μ) κλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κλωσσάρις] …   Dictionary of Greek

  • κλωσσοφωλιά — η το μέρος όπου η κλώσσα επωάζει τα αβγά της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”